Οργή
Ήταν η πιο ζεστή μέρα του χρόνου, έλεγε και ξανάλεγε το ραδιόφωνο. Σκαρφαλωμένος σε μια σκαλωσιά, μ’ έναν τροχό στο χέρι, κάποιος εργάτης έκοβε παλιοσίδερα από το πληγωμένο κορμί ενός μισογκρεμισμένου αρχοντικού. Αν κλείναμε τις μπαλκονόπορτες, κινδυνεύαμε να πεθάνουμε από ασφυξία. Απηυδισμένοι, κάναμε υπομονή, δίνοντας τόπο στην οργή.
Από κάποιο μπαλκόνι μιας απέναντι πολυκατοικίας, βγήκε ένα μισόγυμνο, διοπτροφόρο ανθρωπάκι· βάζοντας τα χέρια γύρω από το σωσίβιο της μέσης του, άρχισε να φωνάζει κάμποση ώρα, μ’ όλη του τη δύναμη: «Αδελφέ, ώρα κοινής ησυχίας είναι. Σβήστο, το ρημάδι». Ο άλλος τον αγνοούσε επιδεικτικά.
Είδε κι αποείδε ο καψερός, χάθηκε πίσω στο διαμέρισμά του κι αμέσως ξαναγύρισε μ’ ένα δίκαννο ίσαμε το μπόι του στο χέρι. Μετά τους δυο απανωτούς πυροβολισμούς, όλοι αγαλιάσαμε...