Κλέος φθιτό
Όταν αποβιβαστήκανε στα μέρη μας οι επίλεκτοι ιππείς του Τάγματος του Αγίου Γεωργίου, απορήσαμε. Είχανε ταξιδέψει απ’ τη μακρινή Μαρσίγια για να μας ξεσηκώσουνε, είπανε. Ενθουσιαστήκαμε. Μετά από χιλιόχρονη σκλαβιά, βγάλαμε δακρυσμένοι τ’ αρχαία λάβαρα που κρύβαμε στα σεντούκια μας. Πήραμε ότι μπορούσε ο καθένας μας, άλλος δρεπάνι, άλλος τσεκούρι ή αξίνα και σηκώσαμε μπαϊράκι. Πήγαμε και στην εκκλησία, πήραμε και την ευλογία του Μητροπολίτη.
Μπουλούκι μεγάλο κινήσαμε, οι κοκορόμυαλοι, να ξεκάνουμε τους ζαπιέδες του Αυθέντη. Μας λιανίσανε. Όσους γλυτώσαμε απ’ το μαχαίρι, μας παλουκώσανε. Τα γυναικόπαιδα, τα μαζέψανε για τα σκλαβοπάζαρα. Ξεκληρίστηκε η φυλή μας, σβηστήκανε οι τάφοι των προγόνων μας. Μόνο το παπαδαριό κι οι προεστοί γλυτώσανε, που είχαν επιβιβαστεί εγκαίρως, στο ίδιο τρικάταρτο που είχε κουβαλήσει τους δραγόνους...