Ιωάννα Τσιάκαλου – 121 Λέξεις
Παν
Τα φυλλώματα σείονται, τα κλαδιά αναδεύονται. Αναδύομαι μέσα από το φεγγαρόφως και τις σκιές του δάσους. Ανάθεμα κι αν με παρατηρεί κανείς. Δεν είμαι παρά ένα αγρίμι που κρύβεται στις κουφάλες, χώνεται στα λαγούμια, παραμονεύει. Τίποτα αξιοπερίεργο, θα πουν.
Η θωριά μου έχει ξεχαστεί. Με έχουν λησμονήσει. Καίνε το σπίτι μου, ξεριζώνουν τα θεμέλια της οικίας μου, ξορκίζουν το πράσινο σαν κάτι μιαρό.
Μα έρχεται η ώρα που θα θυμηθούν. Μα τότε θα είναι αργά για μετάνοιες. Θα ψάχνουν τρόπο να ξηλώσουν τα γκρίζα τους τέρατα, να καθαρίσουν τα ποτάμια, να σώσουν όσα ζώα έχουν απομείνει. Μα οι ίδιοι δε θα σωθούν.
Γιατί άπαξ και επιστρέψω, δεν θα ξαναφύγω. Ένα με την κατεστραμμένη οικία μου, πράσινος και θεόρατος. Ο Μέγας Παν.