Βροχή - Φωτεινή Μπέλση
Το χιονόνερο δυνάμωνε.
«Θα ρίξει γερή μπόρα», σκέφτηκε φευγαλέα.
Την είδε ξαφνικά και ένιωσε γέρος.
Και αυτή σα να είχε γεράσει τον τελευταίο χρόνο, απότομα.
Σα να έλειπε η λάμψη από το πρόσωπο της, η ζωηράδα στα βήματα της. Κάποτε έμπαινε μες το αυτοκίνητο
φουριόζα, όλο χαρά και
μίλαγε αδιάκοπα.
Μετά έκαναν έρωτα όλο πάθος και αγριάδα.
Σα να της είχε κόψει δέκα χρόνια
από την προηγούμενη φορά,
που της ξέκοψε ότι δε θα τη ξαναδεί.
Την είδε να φεύγει και ξύπνησε πάλι το πάθος του απαγορευμένου καρπού.
Κάτι τον οδήγησε
να φωνάξει το όνομα της.
Γύρισε
και είδε δάκρυα να της θολώνουν το βλέμμα.
Ή ήταν οι σταγόνες που έπεφταν πιο πυκνές;
Επέστρεφε για μέρες
ελπίζοντας σε μια τυχαία συνάντηση.