Απαγορευμένη αγάπη - Τάσος Χανλίογλου
Μισή χώρα ταξίδι με τον «μουντζούρη», άλλη μισή με λεωφορεία άγονης γραμμής. Το ματσάκι με κίτρινα τριαντάφυλλα σε πράσινο περιτύλιγμα σφιχτά στο χέρι, κλειδί καστρόπορτας για μια επτασφράγιστη καρδιά.
Κούρνιασε στο παγκάκι πλάι στο μικρό ρέμα. Ρόδισε ο ήλιος και η παρέα μεγάλωσε. Αυτός, ένα αδέσποτο και το νανουριστικό κελάρυσμα του νερού. Οι μοναξιές, ενίοτε αποζητούν την συντροφιά, και οι προσδοκίες είναι πάντα ευλογημένες. Εκεί την περίμενε πάντα και ήλπιζε. Άκουσε φωνή γυναίκας και ρίγησε.
-Πατέρα... Πατέρα!
Άγγιγμα χεριού τον επανάφερε στη ζωή.
-Ήρθε ΕΚΕΙΝΗ;
-Πάλι τα ίδια πατέρα;
-Απαγορευμένη αγάπη πλάθει το μυαλό σου. Ξεχνάς την αγωγή. Κάποια νύχτα θα σε βρούμε παγωμένο. Σήκω και σε περιμένουμε στο σπίτι.
Έπαθαν να του πάρουν κάτι ξερόχορτα από τα ξυλιασμένα του δάκτυλα...