Βερονέζικο πρωινό - Κώστας Κοτίδης
Δεν του άρεσε που η παρέα τον αποκαλούσε, περιπαικτικά, «Ρωμέγο». Όμως, δεν θα άφηνε ένα παρατσούκλι να χαλάσει μια τόσο ηλιόλουστη μέρα. Οι πασχαλιές της Αρένας είχαν ανθίσει, μοσχοβολώντας ωραιότερα και από κείνο το γιασεμί που του έφερε κάποτε ο Τζιάκομο, από ένα νησί που ονομαζόταν “Chio” ή κάπως έτσι. Τι σημασία είχε.
Πήρε μια βαθιά ανοιξιάτικη ανάσα και ένιωσε τη ζεστασιά και τις μυρωδιές να διαπερνούν το νεανικό του κορμί. Εκείνη τη στιγμή, σάρκα και φύση έσμιξαν τόσο αρμονικά, που πίστεψε πως γίναν ένα.
Έτσι ανέμελα σεργιάνιζε τις πιάτσες και τα στενά της Βερόνας, ταπεινώνοντας τη φθορά και το θάνατο, όταν το βλέμμα του έπεσε στο μπαλκονάκι μιας μικρής αυλής και στα λυτά της μαλλιά που έλουζαν την κουπαστή του.