Η υπόσχεση - Αθανάσιος Ανδρικάκης
Μια ξαφνική βροχή κι εκείνος άνοιξε την ομπρέλα. Ένα χέρι τον κράτησε από το μπράτσο για να προφυλαχθεί. Προχώρησαν μαζί και σε λίγο η άγνωστη τον άφηνε μ΄ ένα ευχαριστώ κι ένα ζεστό χαμόγελο.
Δεν πίστευε πως θα την έβλεπε ξανά κι όμως έγινε. Και ξανάγινε και μετά ξανά και ξανά. Πάντα κρυφά και πάντα με την ίδια υπόσχεση. Να βρίσκονται μια φορά τον χρόνο.
Εκείνο το απόγευμα δεν ήρθε, αλλά αυτή συνέχισε να τον περιμένει. Τον περίμενε όπως πάντα στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα, την ίδια μέρα κάθε χρόνο και συνέχισε να τον περιμένει αρνούμενη να δεχθεί τον χαμό του. Περίμενε την υπόσχεσή του.
Καθώς έπεφτε το σκοτάδι κι έγειρε στο πλάι το κεφάλι της, εκείνος κράτησε την υπόσχεση.