Αθωότητα και Προκατάληψη - Εύη Πανίκου
Άνοιξα τα μάτια. Ήμουν λουσμένη στο φως, με το σώμα εκτεθειμένο στον καυτό ήλιο. Πετάχτηκα απάνω χωρίς πρωινά τεντώματα κι έτρεξα στην μπαλκονόπορτα. Ήταν εκεί! Όπως κάθε πρωί!
Δεν τολμούσε να βγει στο μπαλκόνι κι έμενε κάτω στο πεζοδρόμιο. Ήταν πολύ όμορφος. Με μεγάλα ολόμαυρα μάτια γεμάτα καλοσύνη. Δεν ανταλλάξαμε ποτέ χαιρετισμό ή έστω ένα νεύμα. Μόνο βλέμματα… Δεν ήξερα που έμενε, ούτε γιατί εμφανιζόταν μονάχα το πρωί. Για παιδί του δρόμου φαινόταν. Μυστήριος τύπος!
Η μαμά μου, η θετή, τον αντιπαθούσε ασύλληπτα. Στις αρχές τον έδιωχνε. Διαμαρτυρήθηκα έντονα και σταμάτησε. Παρά ταύτα, όταν τον έβλεπε πάντα κάτι σιγομουρμούριζε. Κάτι για απαγορευμένο έρωτα έπιασε τ’ αυτί μου μια μέρα. Μια άλλη, μονολογούσε για μια γάτα κι έναν σκύλο.
Ποιοι είναι αυτοί;