Δύο λέξεις - Νταίζη Τσοχατζίδου
«Μην ξανάρθεις». Το χέρι του έμεινε μετέωρο πάνω από το πόμολο της πόρτας. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Γύρισε αργά και την κοίταξε αμίλητος. Το γυμνό της σώμα πάνω στο υγρό, λευκό σεντόνι. Υγρό, όπως τα μάτια της, που κοίταζαν κάπου στον ορίζοντα, έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο.
«Αύριο…;» ψιθύρισε, σαν ικεσία περισσότερο.
«Μην ξανάρθεις», επανέλαβε εκείνη κι οι λέξεις ήχησαν κοφτερές, σαν μαχαίρι.
Ένα τέλος προδιαγεγραμμένο από την αρχή, ένας έρωτας που χώρεσε μόνο σε σκοτεινά δωμάτια, μια εκκωφαντική σιωπή… Τίποτα άλλο δεν έμενε πια να ειπωθεί.
Λίγα λεπτά ακόμη, να τη φυλακίσει στη ματιά του, μόνο λίγα λεπτά…
«Δεν μπορώ να φύγω».
«Βρέχει. Να οδηγείς προσεκτικά».
Έπιασε σφιχτά το πόμολο, το παγωμένο μέταλλο μούδιασε τα δάχτυλα και την καρδιά του…