Ένας χαλασμένος φανοστάτης αφηγείται - Ελένη Δεληβοριά
Έφτασε πρώτος όπως πάντα στο γνωστό σημείο συνάντησης. Λίγο αργότερα φάνηκαν τα φώτα του αυτοκινήτου της. Τα δυο αυτοκίνητα λες και αντάλλαξαν ματιές και σιωπηλά κατευθύνθηκαν μαζί προς το απόμερο μέρος που τους φιλοξενεί πρόθυμα και «εχέμυθα», καιρό τώρα.
Σύντομα άνοιγε την πόρτα του αυτοκινήτου του και εισέπνεε τη μυρωδιά που αναδύονταν από την αντρική αγκαλιά που την περίμενε εκεί μέσα. Λίγα λόγια μόνο ξεστόμισαν καθώς οι ματιές τους έλαμπαν στο σκοτάδι. Δυο αρώματα μπλέχτηκαν, ένα κραγιόν έσβησε, μερικές ανάσες θάμπωσαν τα τζάμια κι ένα ρολόι τους θύμισε πως όλα τα ωραία κρατούν λίγο.
Άνοιξε δήθεν αποφασιστικά την πόρτα του συνοδηγού, ενώ τα μάτια της πρόδιδαν κι απόψε τη σκέψη που τη βασάνιζε: Θα ήταν άραγε αυτή η τελευταία τους φορά;