Χρίστος Κουτσοτάσιος – 121 Λέξεις
Η μαύρη γητειά
Κράτησε το λαιμό του κάτω. Η ορδή των κτηνών πλησίαζε τρέχοντας την ακρόπολη, σε λίγο θα έφταναν στο βωμό. Τα σαγόνια τους τρεμάμενα ανοικτά από αβυσσαλέα πείνα, τα μάτια τους γεμάτα ακατάσχετη οργή.
Όσοι στάθηκαν εμπόδιο έπεσαν ξεσκισμένοι μόνο για να σηκωθούν στιγμές μετά και να ενωθούν με την ορδή. Άνοιξε το στήθος του παιδιού με το μαχαίρι, έβαλε το χέρι της μέσα και τράβηξε την καρδιά του. Τα ουρλιαχτά του ενώθηκαν με αυτά των απέθαντων και των κτηνών. Πριν τα νύχια τους την αρπάξουν σήκωσε την καρδιά παλλόμενη ακόμη, ψηλά.
Στο φως του φεγγαριού μεταμορφώθηκε σε ένα υπέρλαμπρο άστρο. Οι σειρές των κτηνών έγιναν στάχτη κάτω από το φως. Η μαύρη γητειά είχε νικηθεί, μα το παιδί της ήταν νεκρό.