Διώνη
Συγγραφέας : Ουρανία Κουσκάυ
Μία αἴθουσα κρύα καί σκοτεινή, αὐτή ξαπλωμένη σε ἕνα σιδερένιο κρεβάτι,
καί μηχανήματα ποῦ τα καλώδια τους καταλήγουν ἀπάνω της. Στά χέρια της, στό
στέρνο της. Μιά ὀθόνη με πράσινα ἀλλοπρόσαλλα γραφήματα καί με τον
ἐπαναλαμβανόμενο σταθερό ρυθμό ποῦ της θύμιζαν μονάχα πώς ἡ καρδιά της
χτυπάει ἀκόμα. Ἔκανε την προσπάθεια νά σηκωθεῖ, σχεδόν ἀδύναμη νά πετάξει ἀπό
πάνω της ἀκόμα καί το σεντόνι. Λίγο πρίν πατήσει τα πόδια της στό δάπεδο, ἔχασε
την ἰσορροπία της καί βρέθηκε μπλεγμένη με τα καλώδια στό πάτωμα. Τα τράβηξε
ὅλα με μανία ἀπό πάνω της, σχίζοντας το δέρμα της γιά νά καταφέρει νά ξεμπλεχτεῖ.
Ὁ σταθερός ρυθμός μετατράπηκε σε ἕνα θόρυβο, ποῦ τράβηξε την προσοχή μία
νοσοκόμας, ποῦ ἐκείνη τή στιγμή περνοῦσε ἐξῶ ἀπό την αἴθουσα. Ἔσπευσε νά την
βοηθήσει καί νά την βάλει πάνω στό κρεβάτι, ὅμως αὐτή ἀντιστεκόταν, μέχρι τή
στιγμή ποῦ την ἔπιασε ἕνας δυνατός βῆχας ποῦ σχεδόν της ἔκοβε την ἀνάσα καί
ἐγκατέλειψε τή προσπάθεια της. Ἤ νοσοκόμα κατευθύνθηκε στό προσκεφάλι του
κρεβατιοῦ, ὁπού καί ὑπῆρχε ἕνα κουμπί-συναγερμός, ὁπού θά εἰδοποιοῦσε κάποιον
ἀπό τους γιατρούς ποῦ ἐφημέρευαν ἐκεῖνο το βράδυ, ὥστε νά 'ἔρθει νά βοηθήσει, το
πάτησε καί ἔπειτα ξανά γύρισε στήν κοπέλα γιά νά την ἠρεμήσει καί νά ἐφαρμόσει
τις πρῶτες βοήθειες. Πῆρε τή μάσκα ὀξυγόνου καί την τοποθέτησε στό στόμα της.
“Ἠρέμησε, πᾶρε βαθιές ἀνάσες, ἔρχεται ὁ γιατρός” της εἶπε. Ὅταν κατέφθασε ὁ
γιατρός καί οἱ δύο μαζί την ἔβαλαν ξανά στό κρεβάτι. Ἤ νοσοκόμα περιέγραψε το
γεγονός, καί ἔπειτα ὁ γιατρός της ζήτησε νά καθαρίσει τα αἵματα καί νά ξανά
τοποθετήσει τα καλώδια. Ὁ ἴδιος, ἀνέλαβε μέσῳ του ὀροῦ νά της χορηγήσει ἕνα
φάρμακο. Τα μάτια της σιγά σιγά ἔκλειναν, πλέον δέν μποροῦσε νά κουνηθεῖ.
Ὅταν ξανά ἄνοιξε τα μάτια της, εἶχε ἤδη ξημερώσει. Κάποιος της κρατοῦσε το χέρι
της. Μία ἀνδρική παρουσία ποῦ φαινόταν πώς περίμενε με ἀνυπομονησία νά
ξυπνήσει. “Διώνη μου;” Μέσα της ἔνιωσε μία ἀπρόσμενη ἠρεμία, ἀντικρύζοντας το
πρόσωπο του. Δίχως νά θυμᾶται ὅμως ποῖος εἶναι αὐτός. “Ἐπὶ τέλους, ξύπνησες!”
συνέχισε νά μιλᾶ ὁ ἄνδρας. “Ὁ γιατρός μου εἰπέ πώς ὅταν συνέλθεις δέν θά θυμᾶσαι
τίποτα. Ὅμως μήν ἀνησυχεῖς”. Της χαμογέλασε καί την χάϊδεψε στά μαλλιά. “Τώρα
ποῦ συνῆλθες ἀπό το κῶμα, θά κάνουμε μερικές ἀκόμα ἐξετάσεις καί ἄν ὅλα πᾶνε
καλά θά γυρίσουμε στό σπίτι σύντομα”. Ἤ Διώνη δέν εἶχε ὅμως ἀκόμα το κουράγιο νά
μιλήσει, ἔγνεψε καταφατικά με το κεφάλι της. “Πρέπει νά μιλήσω με τον γιατρό
τώρα, ξεκουράσου, θά ξανά ἔρθω”. Την φίλησε στό μέτωπο καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό
το δωμάτιο.
Ἕναν ὄροφο πάνω βρισκόταν το γραφεῖο του γιατροῦ της Διώνης. Τον περίμενε γιά
νά συζητήσουν γιά την κατάσταση της. Στό χτύπημα της πόρτας ὁ γιατρός ἀπάντησε
καταφατικά καί ὁ ἄνδρας μπῆκε μέσα καί ἔκατσε στή καρέκλα μπροστά ἀπό το
γραφεῖο του. “Κύριε Δέλγερη, ἦρθε ἡ στιγμή”, ὁ γιατρός ἔβγαλε ἕναν φάκελο ἀπό μία
τεράστια βιβλιοθήκη ποῦ εἶχε πίσω του, καί τον ἀκούμπησε στήν ἐπιφάνεια του
γραφείου του.
“Δέκα ὁλόκληρα χρόνια σε κῶμα, δέν μπορῶ νά το πιστέψω” ἀποκρίθηκε ὁ πατέρας
της Διώνης.
“Ὅλα πῆγαν καλά. Ἦταν δύσκολη ἡ περίπτωση, το γνωρίζατε. Ὅμως τα καταφέραμε.”
“Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, ἄρχισα νά χάνω κάθε μου ἐλπίδα. Πόσο σίγουροι εἴμαστε
πώς δέν θά καταφέρει νά θυμηθεῖ;”
“Δυστυχῶς εἶναι ἀβέβαιο αὐτό. Σας εἶχα πεῖ καί τότε ἄλλωστε πώς αὐτή ἡ μέθοδος
θεραπείας ἴσως καί νά μήν ἔχει καί σίγουρα ἀποτελέσματα. Τα εὐχάριστα εἶναι πώς
ξύπνησε ἀπό το κῶμα, θά κάνουμε τις ἐξετάσεις καί ἔπειτα θά μπορέσει νά γυρίσει
σπίτι της” Λίγο πρίν φύγει ἀπό το γραφεῖο του καί τελειώνοντας με τα διαδικαστικά
των ἐγγραφῶν καθώς καί την ἐνημέρωση γιά τις ἀκόλουθες ἐξετάσεις, ὁ ἄνδρας
στεκούμενος στή πόρτα γύρισε πρός το μέρος του γιατροῦ. “Γιατρέ” ἔκανε μία
παύση, τον κοίταξε στά μάτια καί συνέχισε “Δέν πρέπει νά θυμηθεῖ”. Αὐτά ἦταν τα
τελευταία του λόγια καί ἐξαφανιστήκανε πίσω ἀπό την πόρτα.
Περίπου ἕνα μῆνα μετά, καί με ἀρκετές ἐπισκέψεις του πατέρα πρός στή κόρη του,
σε λίγες μέρες θά ἐπέστρεφε στό σπίτι της. Οἱ ἐπισκέψεις του ὅμως κρατοῦσαν πολύ
λίγο. Ἡ Διώνη ἦταν γεμάτη ἀπορίες, ὅμως ὁ πατέρας της πάντα τις ἀντίκρουε
λέγοντάς της πώς θά της τα πεῖ ὅλα ὅταν πᾶνε στό σπίτι τους. Αὐτή ἦταν μία νεαρή
κοπέλα, ὅταν ἔπεσε στό κῶμα ἦταν μόλις πέντε χρονῶν. Ὁ τρόπος της, τα λόγια της,
ἡ ἀντίληψη της, παρέμειναν ὅλα ἴδια ὅπως ὅταν τότε ποῦ ἦταν μικρή. Ὅμως μέσα
της, κάτι ἔνιωθε. Ἴσως νά μήν θυμόταν ξεκάθαρα πληροφορίες ἡ τα γεγονότα, ὅμως
θυμόταν συναισθήματα. Ἦταν σχεδόν σίγουρη πώς ὅλα αὐτά εἶχαν σύνδεση με το
παρελθόν της. Ὅπως ἡ ἠρεμία ποῦ ἔνιωσε βλέποντας τον πατέρα της, αὐτό το
αἴσθημα της ἀσφάλειας ποῦ ποτέ δέν ξέχασε. Ὅταν πῆρε το ἐξιτήριο καί πήγανε στό
σπίτι, το σπίτι δέν της ἔβγαλε τίποτα ἀπό τα συναισθήματα ποῦ εὐελπιστοῦσε πώς θά
νιώσει. Παρά ἕνα κενό.
Της ἔδειξε το δωμάτιο της, ἦταν πολύ μονότονα διακομισμένο, δέν θύμιζε κάτι
ἐφηβικό. Ἕνα μονό κρεβάτι κολλημένο στό τοῖχο, ἕνα ξύλινο γραφεῖο μπροστά ἀπό
το παράθυρο καί μία ντουλάπα νά στέκεται δίπλα ἀπό την πόρτα. Πάλι τίποτε, οὔτε
μία ἀνάμνηση. Ψηλάφησε τα ἔπιπλα καί στάθηκε μπροστά ἀπό το παράθυρο, κάθησε
στή καρέκλα, ἀπογοητευμένη ποῦ τίποτα ἀπό το χῶρο του σπιτιοῦ δέν την βοηθάει
νά θυμηθεῖ ἔστω καί κάτι ἀσήμαντο. Ξαφνικά ἔνιωσε κάτι ἄσχημο. Μιά ἔνταση ποῦ
την ἄγχωσε. Ἔκλεισε τα παραθυρόφυλλα καί χώθηκε κάτω ἀπό τα σκεπάσματα. Ὁ
πατέρας της μπῆκε μέσα καί την εἶδε ποῦ ξάπλωνε. Ὅμως μάταια. Ἤ Διώνη, δέν
ἦταν πρόθυμη νά μιλήσει. Τον παρακάλεσε νά την ἀφήσει μόνη της.
Γιά μῆνες, ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἀμηχανία μεταξύ τους. Ὅσο το σπίτι το ἴδιο δέν της
πρόσφερε τή δυνατότητα νά θυμηθεῖ, ἄλλο τόσο νευρίαζε καί με τις ἀσυναρτησίες
του πατέρα της. Ὅταν ἔφτανε ἡ κουβέντα γιά τή μητέρα της αὐτός ἄλλαζε πάντα
θέμα. Ἡ Διώνη ἐκδήλωνε συχνά κυκλοθυμικές ἀλλαγές στήν συμπεριφορά της καί
ἄλλες φορές την πιάνανε κρίσεις πανικοῦ. Ἦταν ἀργά το βράδυ, ὅταν ἀπό την ἄκρη
της σκάλας, κρυφάκουσε τον πατέρα της νά συνομιλεῖ με τον γιατρό της. “Με ρωτάει
συνέχεια, προσπαθῶ με κάθε τρόπο νά μήν την ἀπαντάω Δέν ξέρω τι ἄλλο νά κάνω,
ψυχολογικά βρίσκεται σε τεράστια σύγχυση καί ἔχει συνεχῶς ξεσπάσματα. Δέν ἀντέχω
νά την βλέπω ἄλλο ἔτσι. Δέν ξέρω πλέον τι εἶναι το καλύτερο γιά αὐτήν”. Ἀπό την
ἄλλη γραμμή ὅμως δέν ἄκουσε τίποτε. Πλέον ἦταν σίγουρη πώς ὁ πατέρα της κάτι
της κρύβει. Ἀλλά τι; Δέν ἔχει οὔτε μία ἀνάμνηση, τίποτε δέν μπορεῖ νά σκεφτεῖ. Το
πώς ἦταν ἡ οἰκογένεια τους, γιά το ποῦ βρίσκεται τώρα ἡ μητέρα της, ὁ λόγος ποῦ
γιά τόσα χρόνια ἤτανε σε κῶμα. Ἀλλά αὐτές οἱ ἀναπάντητες ἐρωτήσεις νά της
τρελαίνουν το μυαλό, χωρίς νά μπορεῖ νά βρεῖ την ἄκρη του νήματος της ἀλήθειας.
Μία μέρα εἶχε στή διάθεση της νά ψάξει ὅλο το σπίτι, ὁ πατέρας της εἶχε φύγει ἀπό
νωρίς καί ἔτσι εἶχε μείνει μόνη της. Το μοναδικό πρᾶγμα ποῦ ἀνακάλυψε ἦταν μία
μικρή φωτογραφία ποῦ βρῆκε τέρμα πίσω σε ἕνα ἀπό τα συρτάρια του κομοδίνου στό
δωμάτιο του. “Αὐτή εἶναι!” σκέφτηκε. “Αὐτή πρέπει νά εἶναι ἡ μητέρα μου”. Την
κοίταξε προσεκτικά καί πίεσε τον ἑαυτό της νά θυμηθεῖ κάτι ἀπό αὐτήν. Μία στιγμή
μονάχα μαζί της. Το ἴδιο βράδυ, εἶδε ἕναν ἐφιάλτη ποῦ ἀπό τότε δέν την ἄφησε νά
ξανά κοιμηθεῖ ἠρεμῆ. Στόν ὕπνο της φώναζε καί ἔκλαιγε, ἐνῶ πάντα σηκωνόταν
ἱδρωμένη καί τρομαγμένη με αὐτά ποῦ ἔβλεπε. Ὅ πατέρας της κάθε φορά την ἄκουγε
καί ἔτρεχε πλάϊ της νά την ἠρεμήσει. Ἡ σιωπή του πατέρα της γιά το παρελθόν της
ἄρχισε νά της κατασπαράσσει την ψυχή. Βασίστηκε στά συναισθήματα ποῦ εἶχε καί
σε αὐτόν τον ἐφιάλτη, ποῦ ἔβλεπε κάθε βράδυ. Ἴσως αὐτή νά 'ναί ἡ ἀλήθεια. Ἤ
ἀλήθεια πού παρακαλοῦσε νά μάθει τόσο καιρό.
Βράδυ, στό σπίτι ἀκούγετε σιγανά ἤ τηλεόραση νά παίζει, ὁ πατέρας καθότανε στό
καναπέ, δίχως ὕπνο, μά ἐξουθενωμένος, ἔπινε το τελευταῖο ποτήρι ουίσκι. Χαμένος
μέσα στίς σκέψεις του ἐνῶ τα χρώματα της τηλεόρασης φώτιζαν το χῶρο, ἄκουσε
βήματα ἀπό τα σκαλιά. Γύρισε καί εἶδε την Διώνη. Στά χέρια της κρατοῦσε μία
παιδική κούκλα. Κατευθύνθηκε καί στάθηκε ἀκριβῶς μπροστά ἀπό την τηλεόραση.
“Θυμήθηκα” του εἰπέ καί χαμογέλασε παρανοϊκά. Τον κοίταξε ἔντονα στά μάτια.
Κράτησε τή κούκλα με το ἕνα της χέρι, καί με το ἄλλο τον σημάδεψε με τα δάχτυλα
της σάν νά κρατάει ἕνα ὅπλο. “Μπαμ”, ὁ πατέρας της πάγωσε. “Ἐγώ την σκότωσα,
θυμήθηκα”. Ἤ κούκλα γλίστρησε ἀπό τα χέρια της καί αὐτή γονάτισε ξεσπῶντας σε
κλάματα. Ὁ πατέρα της την πῆρε στήν ἀγκαλιά της καί την κράτησε σφιχτά “Δέν
ἤθελα νά θυμηθεῖς. Δέν ἔπρεπε νά θυμηθεῖς, ἤσουν μικρή, δέν το ἤθελες, ἦταν
ἀτύχημα. Βρῆκες καί πῆρες το ὅπλο μου καί ἁπλά πάτησες την σκανδάλη, τή λάθος
στιγμή, στό λάθος μέρος”, ἤθελε πλέον νά της ἐξηγήσει γιά αὐτή τή σιωπή. Μία
σιωπή καί μία θεραπεία δέκα ὁλόκληρων χρόνων, ποῦ τελικά δέν ἦταν τίποτα ἱκανό,
γιά νά θάψει την ἀνάμνηση της γιά πάντα. Ἀπό ἐκεῖνο το βράδυ ἡ Διώνη νοσηλεύεται
σε ψυχιατρικό ἵδρυμα. Ὁ πατέρας της ἀπεβίωσε λίγα χρόνια ἀργότερα ἀπό βαριά
κατάθλιψη. Εἶχε θεωρήσει ὑπεύθυνο τον ἑαυτό του, γιά τή ψυχική διαταραχή της
κόρης του. Ὅμως ἤ Διώνη ποτέ δέν ἔμαθε γιά τον χαμό του.