Μουτσουνοτέφτερο
Είπα να μπουκάρω κι εγώ, όπως όλος ο κόσμος, αλλά τι το ‘θελα, ο καψερός! Με το που βρέθηκα εκεί μέσα, μου κόπηκε η ανάσα. Έβρεχε φαρμάκι μαζί με λιωμένο ατσάλι. Μα τούτο το σταυρό που σου κάνω, κόντεψα να λιποθυμήσω.
Όλοι εναντίον όλων, είχανε φρυάξει και τρώγανε τα λυσσακά τους ν’ αποδείξουνε, το δίκιο του ο καθένας. Ήταν που ήταν οι ζωές των περισσότερων ρημαγμένες, τα όνειρα παπόρια μισοβουλιαγμένα μεσοπέλαγα, ήρθε κατακούτελα κι ο εγκλεισμός, μαζί η αγωνία του θανάτου και η αβεβαιότητα που κάθε νύχτα, σαν αχόρταγη λάμια, κατατρώει τα σωθικά· πολύ δε θέλει το μάτι του ανθρώπου, να γυρίσει ανάποδα.
Ναι, καλά το κατάλαβες, γι’ αυτό το αναθεματισμένο το μουτσουνοτέφτερο λέω, το φεϊσμπούκι που λέτε εσείς, οι γλωσσομαθείς.